μελισσουργικός

μελισσουργικός
-ή, -ό (Α μελισσουργικός, -ή, -όν) [μελισσουργός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσουργία ή στον μελισσουργό, ο μελισσοκομικός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μελισσουργικά
ποίημα τού Νικάνδρου το οποίο αναφέρεται στη μελισσουργία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μελισσουργικά — μελισσουργικός of neut nom/voc/acc pl μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc/acc dual μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσουργικοῖς — μελισσουργικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσουργική — μελισσουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιττουργικά — μελισσουργικά , μελισσουργικός of neut nom/voc/acc pl μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc/acc dual μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιττουργικῆς — μελισσουργικῆς , μελισσουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”