- μελισσουργικός
- -ή, -ό (Α μελισσουργικός, -ή, -όν) [μελισσουργός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσουργία ή στον μελισσουργό, ο μελισσοκομικόςαρχ.(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μελισσουργικάποίημα τού Νικάνδρου το οποίο αναφέρεται στη μελισσουργία.
Dictionary of Greek. 2013.